περικλώ

περικλώ
-άω, Α
1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ)
2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.)
3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί) κάνω κάτι να κυματίζει, να εμφανίζει κυματισμούς
4. λυγίζω, στρέφω κάτι ολόγυρα προς τα κάτω
5. καθιστώ κάτι θολωτό, αψιδωτό
6. διαθλώ
7. (σχετικά με στράτευμα) στρέφω προς τα δεξιά ή τα αριστερά, δηλ. αλλάζω μέτωπο
8. εκτρέπω («τὸν [Τίβεριν] περικλάσας ἐπὶ τὸ Κιρκαῑον ἐμβαλεῑν εἰς τὴν πρὸς Ταρρακίνη θάλατταν», Πλούτ.)
9. παθ. περικλῶμαι, -άομαι
α) (για έδαφος) παρουσιάζω τραχύτητα («συστῆσαι πρὸς μάχην ἐν τόποις ὑλώδεσι καὶ περικεκλασμένοις», Πολ.)
β) (για βλήματα) αλλάζω διεύθυνση κατά την πρόσκρουση σε λεία επιφάνεια
γ) (για αίρεση) αποσπώμαι από το σώμα τής Εκκλησίας
δ) (για πρόσ.) είμαι έκλυτος, ακόλαστος
10. φρ. «οἰκίαι περικεκλασμέναι» — κατοικίες που βρίσκονται σε τραχείς τόπους, σε τόπους με ανώμαλο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κλῶ, -άω «σπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • περίκλασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [περικλώ] κυκλική κάμψη, συστροφή αρχ. 1. κάμψη, λύγισμα 2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου 3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῡ αἰθέρος», Λυσ.) 4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας 5.… …   Dictionary of Greek

  • περίκλαστο — Ορυκτό που αποτελείται από φυσικό οξείδιο του μαγνησίου (MgO) με ευκαιριακές προσμείξεις FeO, ΜηΟ και ΖηΟ. Η κρυσταλλική δομή του μοιάζει με εκείνη των πετρωματωδών αλάτων και το χρώμα του είναι γκριζόασπρο, κίτρινο, σκοτεινό πράσινο ή μαύρο.… …   Dictionary of Greek

  • υποπερικλώμαι — άομαι, Α παρουσιάζω ελαφρά κλίση προς κάτι («φύλλα πλατύτερα πρὸς τὴν γῆν καὶ ὑποπερικλᾱται», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περικλῶ «λυγίζω και σπάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”